Κριτικές









Δημοσιευμενο στο ηλεκτρ. περοοδικό POEMA
Η Ποιητική Του Χώρου της Αλεξάνδρας Μπακονίκα / Με αφορμή της τελευταία ποιητική της συλλογή, Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2012
Αναστασία Γκίτση
 «Σκέπτομαι:
 Ό,τι εξουθενωτικά ζητάει και η ποίηση,
τον απόκρυφο εαυτό σου να εκθέτεις,
μέχρις εσχάτων.»
   Πόση εξουθένωση να έχει υποστεί ένας ποιητής ή, επί του παρόντος, μια ποιήτρια προκειμένου να εκθέτει -σε παρατεταμένο ενεστώτα το ρήμα- τα μύχια του πιο κρυφού της εαυτού; Ερώτηση μη ρητορική που καταλύει κάθε προσπάθεια για απάντηση. Ερώτηση πραγματική που σχετίζεται με το βιωματικό μυστήριο και τον υπαρξιακό αγώνα/αγωνία. Το αυτοβιογραφικό και το βιωματικό είναι εγγεγραμμένα εξάλλου στην ιδιοσυγκρασία της πιο ερωτικής ποιήτριας της Θεσσαλονίκης στις μέρες μας. Ο Raymond Carrer δικαιώνει τη σκέψη μας με αυτό το «κατά κάποιον τρόπο» της φράσης του, «οτιδήποτε γράφουμε είναι κατά κάποιον τρόπο αυτοβιογραφικό». Αυτό, ευθύς εξαρχής, προσδίδει τα εύσημα σε κάθε συγγραφέα/ποιητή που εκτίθεται εξομολογητικά, εν άλλοις λόγοις, ξεγυμνώνεται σε κάθε στίχο του.
    Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα οριοθετεί, εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, στον χώρο της ποίησης, ένα ιδιαιτέρως προσωπικό λεκτικό και νοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται με ακρίβεια και λιτότητα τέτοια και τόση που δεν ξαφνιάζει δυσάρεστα, τουναντίον ανακουφίζει, άμα τη αποκάλυψει της ταυτότητάς του. Ίδιον χαρακτηριστικό δημιουργών που καθιερώνονται στον χώρο της τέχνης με τη σταθερή παρουσία τους και πιστότητα στην ουσία του λόγου και όχι στην τυχαιότητα των όποιων συγκυριών τους προσφέρονται ή επιδιώκουν μετά μανίας.
«Το παίρνεις απόφαση, το εμπεδώνεις:
ύπουλος ο φθόνος τους,
εγωιστές πέρα ως πέρα.
Άθλιες οι αντιδράσεις τους.
Η κακεντρέχεια τους κατασπαράζει.
Άπειρες φορές το ένιωσες,
η ζωή εμπόλεμη κατάσταση.»
   Προσηλωμένη στο ερωτικό. Μελετητήτρια των κινήσεων της ηδονής. Σκηνοθέτιδα των κινήσεων της σάρκας.  Πειθαρχημένη στην ολιγόστιχη φόρμα. Πιστή στις ευθυτενείς εκφράσεις. Στακάτη στην εκφορά του λόγου. Αυθεντικά βιωματική στις σκηνές. Εξαιρετική αφηγηματογράφος αλλότριων παθών. Επίμονη παρατηρήτρια ίδιων και ετέρων έξεων. Κυρίως όμως η Μπακονίκα είναι λάτρης της ρεαλιστικής και περιγραφικής ανατομίας του χωροχρόνου. Καδράρει τη σκηνή της δίχως εξωραϊσμούς και περιττές πληροφορίες, επιτυγχάνοντας έτσι στο μέγιστο την αμεσότητα της πράξης που αφηγείται.
   Καταργεί ακαριαία την διάσταση μεταξύ της πραγματικότητας του στίχου και της φαντασίας του αναγνώστη, καθιστώντας τον αυτουργό της πράξης. Στον αναγνώστη η  πρόσληψη της ποιητικής στιγμής υπεισέρχεται αυτόματα με την ανάγνωση του ποιήματος χωρίς τα ενδιάμεσα διαστήματα σκέψης ή φαντασίας. Το σκηνικό δίδεται αυστηρά από την δημιουργό και δεν επιτρέπει περαιτέρω παρεκκλίσεις.  Η θεατρικότητα αναδύεται σε λίγους μόνο στίχους. Εδώ έγκειται και η τεχνική της ποιητικής της τέχνης.
«Στο δωμάτιό σου που κάναμε έρωτα
κυριαρχούσε ένα σκούρο, καφέ χρώμα,
από τη μοκέτα, τα έπιπλα, τα σκεπάσματα.
Σχετικά σκοτεινά ήταν,
γιατί όταν μπήκα -απομεσήμερο, τέλη Μαΐου-
είχες ήδη κατεβάσει τα ρολά,
και οι κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα
δεν άφηναν κανένα φως.
Σαν σκοτεινή σπηλιά και κρησφύγετο κολασμένων
έμοιαζε το δωμάτιο σου,
σε συνδυασμό με την ηδονή στο κρεβάτι.
Μετά, όταν κατέβηκα στο δρόμο
και περπάτησα αρκετή ώρα,
το δυνατό και διάχυτο φως του Μαΐου,
η πανδαισία των χρωμάτων παντού,
και η ζεστή ατμόσφαιρα
που τόσο ταίριαζε με τη διάθεση μου»
   Οι δρόμοι της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, οι δρόμοι της πόλης της και της κάθε πόλης, γίνονται ένα με τους παλμούς της και διαχέονται ζωντανοί στις φλέβες της. Ο Jean Caubère θα το γράψει ως εξής : «Αχ δρόμοι μου με τους παλμούς σας». Στην Μπακονίκα το έξω διαχέεται στο μέσα και το μέσα ευδοκιμεί στο έξω. Τα εξωτερικά στοιχεία του σκηνικού πάλλονται στο εσωτερικό της ποιήτριας και τούμπαλιν «Ο ήχος της φωνής σου / άγγιξε, ηλέκτρισε με έρωτα όλο το σώμα μου». Η εικονοπλασία της στιγμής δεσπόζει και στο μέσα και στο έξω τοπίο του ποιήματος, εξηγούμαι: έξω ό,τι πλάθουν οι λέξεις, μέσα ό,τι συντελείται στην καρδιά του αναγνώστη.
«Απαστράπτουσα, καταιγιστική η ομορφιά του τοπίου.
Η θάλασσα γαλάζια, χωρίς κύματα,
τα νησιά που διαγράφονταν στο βάθος,
οι δασωμένοι λόφοι τριγύρω.
Με παγανιστική ευλάβεια υποκλίθηκα στο τοπίο-
αφέθηκα, εξαϋλώθηκα μέσα του.»
   Στην ποίηση της Μπακονίκα συντελείται το εξής αξιοπρόσεκτο, οι λέξεις -λιτές, εύστοχες- φέρουν τον χώρο μέσα τους, τον κουβαλάνε προσεκτικά και τον προβάλλουν αυτούσιο ως έχειν στην μνήμη της. Στο έργο του L’ état d’ébouche, o Noël Arnaud γράφει: «Είμαι ο χώρος όπου βρίσκομαι». Τόσο απόλυτος είναι λοιπόν και ο χώρος που εκτυλίσσεται το όποιο ερωτικό ή μη συμβάν των ποιημάτων της. Τόσο απόλυτη στις φράσεις της είναι η ποιήτρια που μετατρέπονται κατευθείαν σε δηλώσεις.
«Διαχειρίζομαι το πιο σκληρό,
διαχειρίζομαι τον πόνο της μοναξιάς.»
   Για να καταλήξει ωστόσο κανείς σε αυτήν την απολυτότητα σημαίνει πως, αφενός, η γραφή του έχει υποστεί ποικίλες διορθώσεις, αφετέρου ο χαρακτήρας του έχει περάσει πολλές διαψεύσεις και συναισθηματικές ταλαντεύσεις. Πρέπει να έχει πληγωθεί πολύ το «εγώ» για να μπορέσει να μιλήσει έτσι στο «εσύ»
«Οι δήθεν φιλίες να τελειώνουν.
 Για να έχεις τα πρωτεία βήμα δεν κάνεις πίσω.
 Το θράσος και η μοχθηρία σου στήνουν καρτέρι.
Η υποκρισία και οι δήθεν φιλίες να τελειώνουν.
 Είσαι σαν τις κακοτοπιές και τα αγκάθια,
 σαν μια απειλή πάνω από το κεφάλι μου.»
   Πρέπει να έχει τσαλακωθεί πολύ το «εγώ» για να μπορέσει να συν/χωρέσει την καθημερινότητα που παραμένει κατ’ουσίαν πεζή.  
«Δεν περιφρονώ την πεζή καθημερινότητα.
Μέσα στο συγχρωτισμό με τον κόσμο
για δοσοληψίες κα πρακτικά ζητήματα,
διακρίνεις τακτικές, ελιγμούς σχέσεις εξουσίας.
Από την πεζή καθημερινότητα
καταλήγεις σε συμπεράσματα και πικρές αλήθειες.»
   Μια ρεαλιστική ποίηση πάνω στο πεδίο του έρωτα που εξυψώνει τη στιγμή στην σαρκική της υπόσταση δεν θα μπορούσε παρά να είναι ρεαλιστική και στην κοινωνική της έκφανση, δεν θα μπορούσε παρά να εκφράζεται ξεκάθαρα και δυναμικά χωρίς τους γνωστούς θεατρινισμούς του ψεύδους και της κολακείας. Στο λημέρι των αισθήσεων το τραγικό συντελείται και πάνω στο σώμα και πάνω στην ψυχή. Η ηδονή έχει την διπλή της ανάγνωση σε κάθε σώμα εραστών. Όσο και αν ηδονίζει, άλλοτε, πονάει άλλοτε, λυτρώνει. Η ποιήτρια κρατά τη λύτρωση χωρίς να αποσοβεί τον πόνο.
«Έχω σκληραγωγηθεί να προσπερνάω
τις ψεύτικες φιλίες»
   Έχει σκληραγωγηθεί, έχει εντρυφήσει στο κοινωνικό σκληρό γίγνεσθαι και στο επίπλαστο φαίνεσθαι της εποχής -της κάθε εποχής- για αυτό και της είναι (σχετικά) εύκολο  να αποτινάξει κάθε τι περιττό από την καταγραφή της μνήμης της.
«Για ήττες και προσδοκίες που πληθαίνουν
και απανωτά μου δίνουν κτυπήματα,
σε εγρήγορση βρίσκομαι
να εντοπίσω, να πετάξω από τους στίχους μου
μελοδραματισμούς, ασάφειες και μισές αλήθειες»
   Στον χώρο της ποίησής της η Μπακονίκα φαίνεται να υπεισέρχεται σαν παρατηρητής που ανατέμνει τα γεγονότα μέσα από μια διαθλασμένη οπτική γωνία, την οποία αφηγείται εκ νέου φωτίζοντας τις λεπτομέρειες με σκηνογραφική μαεστρία τόσο σε επίπεδο χωροχρόνου, όσο και σε επίπεδο συναισθημάτων. Το λημέρι των αισθήσεων λειτουργεί ως το πλαίσιο που αποκαλύπτεται το τραγικό στην διττή του υπόσταση, την ερωτική και την κοινωνική. Η ωμότητα με την οποία περιγράφονται συμπεριφορές ανθρώπινες, είτε στο κρεβάτι είτε στον χώρο εργασίας, δεν αφορμάται από την διάθεση της ποιήτριας να γίνει ωμή αλλά κυρίως από την βαθιά της πεποίθηση πως οι άνθρωποι οι ίδιοι, άλλοτε εκ φύσεως, άλλοτε εκ πεποιθήσεως είναι ωμοί.
«Το παίρνεις απόφαση, το εμπεδώνεις:
ύπουλος ο φθόνος τους,
εγωιστές πέρα ως πέρα.
Άθλιες οι αντιδράσεις τους.
Η κακεντρέχειά τους κατασπαράζει.
Άπειρες φορές το ένιωσες,
η ζωή εμπόλεμη κατάσταση.»
   Αναμφισβήτητα η Αλεξάνδρα Μπακονίκα κινείται συγγραφικά, χρόνια τώρα, στον χώρο του αισθησιακού, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στην ωμότητα και το μαυλισμό του έρωτα. Στην ποίησή της συχνά υφέρπει η μελαγχολική και η πικρή γεύση που επιφέρει η μονομερής ικανοποίηση του ερωτικού ενστίκτου με συχνό αποτέλεσμα την απογοήτευση του εραστή. Στην τελευταία της όμως ποιητική συλλογή το κέντρο βάρους της απογοήτευσης μετατοπίζεται από το πεδίο των εραστών στο ανθρώπινο πεδίο, τουτέστιν στο συναισθηματικό κενό και στην σκληρή πραγματικότητα που οι κοινωνικές συνδιαλλαγές δημιουργούν.
   Η σκληρότητα του εραστή είναι αποκύημα της εγγενής σκληρότητας του ανθρώπου. Η εκμετάλλευση του ενός από τον άλλον, μεταφέρεται από το σεξουαλικό τοπίο στο κοινωνικό. Όπου και να δράσει ο άνθρωπος παραμένει το ίδιο εγωκεντρικός, αλαζόνας, ματαιόδοξος, ηδυπαθής, έμφυτα σκληρός. Με τολμηρή γλώσσα και χωρίς φιλολογικούς ακκισμούς η Μπακονίκα και στα 39 ποιήματα της νεοεκδοθείσας συλλογής αναφέρει την βαθύτατη υπόσταση του ανθρώπου που σε κάθε λημέρι του φέρει την σκληρότητα του τραγικού.
«Λόγια μιας μετανάστριας από τη Γεωργία:
Δούλευα μέρα νύχτα στο σπίτι μιας ηλικιωμένης.
μαρτύρησα εκεί μέσα,
συνεχώς με ταπείνωνε.
[…]
Ταπείνωση από μέρα σε μέρα.»
   Η κοινωνική διάσταση διεκδικεί στη σκέψη της ποιήτριας τον χώρο της και η τελευταία της τον δίνει, με την καταγραφή πολλών ποιημάτων με θέμα την κοινωνική αδικία, τον άκρατο εγωκεντρισμό του ατόμου, την έλλειψη αληθινής φιλίας σε λογοτεχνικούς κύκλους «[…] μπορεί σε κάτι να με βλέπεις ανταγωνιστικά / -στο ίδιο συνάφι ανήκουμε- / ή μπορεί να με βαρέθηκες.», την ανθρώπινη συναισθηματική ακαμψία «Ο κόσμος μοιάζει με θηριοτροφείο». Κι όσο συνεχίζει να μοιάζει με θηριοτροφείο τόσο και πιο δύσκολο αποβαίνει το τόλμημα κάποιων ποιητών να εκθέτουν τον απόκρυφο εαυτό τους μέχρις εσχάτων. Στον χώρο της ποίησης όμως η Αλεξάνδρα Μπακονίκα έχει βρει την ασφαλιστική δικλείδα να εκτίθεται. Εκτίθεται εκθέτοντας τις πιο κρύφιες αλήθειες μας.

                                                                          


.


-----------------------------------------------------------------------------
ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ Α.ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ
Ιφιγένεια Σιαφάκα
Δομικά χαρακτηριστικά και το «γυναικείο» στην ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Από το 1984, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα  έχει εκδώσει  οκτώ ποιητικές συλλογές, ενώ ο τίτλος της πιο πρόσφατης είναι «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012. Το γεγονός ότι η ποίησή της έχει επιτύχει να είναι αναγνωρίσιμη, διά μέσου ενός προσωπικού στυλ γραφής, δεν οφείλεται αποκλειστικά  ούτε στην πεζολογική/ ρεαλιστική φόρμα, που η ποιήτρια υιοθετεί, ούτε στη θεματική (έρωτας, κοινωνικός προβληματισμός) που επιλέγει. Όσον αφορά στη μορφή, αυτή κινείται στο πλαίσιο μίας ήδη γνωστής ποιητικής παράδοσης· όσον αφορά, από την άλλη, στο περιεχόμενο, η θεματική είναι κοινός τόπος τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Προσπερνώντας «τον σκόπελο»  της αγωνίας της επίδρασης, ο οποίος αφενός δεν συνεισφέρει ιδιαίτερα σε μία κριτική παρουσίαση, με την απαρίθμηση ομοτέχνων που κινήθηκαν ή κινούνται στους ίδιους δρόμους (άλλωστε οι βασικές οδοί κάποτε εξαντλούνται), και  ο οποίος  είναι και άκρως επικίνδυνος, διότι, κάποτε, δίνει την εντύπωση ότι υποτιμά ως «αντιγραφέα» το δημιουργό, έχει κανείς να εστιάσει στον ιδιαίτερο τρόπο (όταν, βεβαίως, διακρίνεται) με τον οποίο εισέρχεται ο ίδιος για να υποστηρίξει τις προθέσεις και τις επιλογές του. Ως εκ τούτου, οι βασικές αρετές, στις οποίες οφείλεται και το ιδιαίτερο ύφος στην ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα —τις οποίες θα προσπαθήσω να επισημάνω, δίνοντας παραδείγματα—,  μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
  1. Αυστηρή αρχιτεκτονική δόμηση κάθε ποιήματος:
α. εισαγωγή στο θέμα
β. πολλαπλά ενσταντανέ με «σβήσιμο», για το πέρασμα στο επόμενο
γ. κορύφωση.
Τα ποιήματα χτίζονται με την ακρίβεια που ένας καλός σκηνοθέτης της μεγάλης οθόνης δημιουργεί τα πλάνα του: με χειρουργική ακρίβεια, ώστε τίποτε να μην είναι περιττό, προκειμένου να αποφευχθεί η «μουντζούρα» μίας άστοχης κίνησης του χεριού, ενός βλέμματος εκτός κάδρου, η «κοιλιά» στο χρόνο και ένα μακρινό, πιθανώς, πλάνο ή τραβηγμένο από μη κατάλληλη γωνία λήψης, που δεν επιτρέπει να εισαχθεί στο βλέμμα ο χώρος με σαφήνεια. 
Το τελευταίο ρούχο
Από τη συλλογή «Θείο κορμί», Διαγώνιος, 1994

1ο πλάνο : Πολύ γενικό πλάνο (εισαγωγή στο θέμα «πολιορκία», χρόνος)
Από καιρό την πολιορκούσε
2o πλάνο : Μεσαίο πλάνο (είσοδος στο χώρο, περιγραφή)
κι όταν τη βρήκε στην αμμουδιά,
ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους-
3o πλάνο:  Πολύ γκρο πλάνο ( λεπτομέρεια)
άπλωσε την πετσέτα δίπλα της,
4o πλάνο: Πολύ γκρο πλάνο ( λεπτομέρεια)
κι όπως ξάπλωναν κοντά, την άγγιζε.
5o  πλάνο: Μεσαίο πλάνο (χώρος, περιγραφή)
Στάθηκε τυχερός με την άμεση
ανταπόκρισή της: Σηκώθηκε και τον οδήγησε
στο απόκρυφο ακρογιάλι
.
6ο πλάνο: Μεσαίο πλάνο (χώρος, περιγραφή)
Σταμάτησαν απόμερα,
7o πλάνο: Πολύ γκρό πλάνο ( λεπτομέρεια)
                                             και με την πείρα της στους άνδρες
                                   -γνώριζε την έξαψη που προκαλούσε ολόγυμνη,
                                   πέταξε και το τελευταίο ρούχο από πάνω της
8o πλάνο: Μεσαίο πλάνο (χώρος, περιγραφή)
                                               και μπαινόβγαινε στο νερό.
                                               Μπαινόβγαινε πολλές φορές
                                            κι επιδειχτικά,
σαν να του έλεγε:
                                          «Θα πεθάνεις από λατρεία για μένα».

Εν ολίγοις, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα κρατάει μια πένα ιδιόρρυθμη: με κάμερα. Tα ποιήματά της θα μπορούσαν να είναι ταινίες μικρού μήκους, καλλιτεχνικά διαφημιστικά σποτ, σκηνές από μία ταινία, ασπρόμαυρες φωτογραφίες.  O Ζαν Κοκτώ έλεγε, χαρακτηριστικά, ότι «μια ταινία είναι μια γραφή με εικόνες». Δεδομένης της πρόθεσης της ποιήτριας να επαναδημιουργήσει, διά μέσου της ποιητικής πράξης, σκηνές ή σεκάνς, και να μεταφέρει με καθαρότητα και ένταση τόσο τη δράση όσο και την εντύπωση που προκαλούν, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα δεν μπορεί παρά να επιλέξει, για να υπηρετήσει το στόχος της, τη συντομία και τη λιτότητα.
  1. Μικρά ποιήματα με:
α. κεντρικό μοχλό πλοήγησης της ποιητικής πράξης το ρήμα
β. έντονη χρήση του ουσιαστικού
γ. φειδωλή χρήση του επιθέτου
δ. απλά επιρρήματα
Στο ποίημα που ακολουθεί μπορούμε να παρατηρήσουμε τόσο την όμοια αρχιτεκτονική δόμηση με αυτήν του προηγουμένου, όσο και τη λειτουργία του ρήματος σε αντιδιαστολή με τα ελάχιστα επίθετα.
Το κρησφύγετο
Από τη συλλογή «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων»,  Σαιξπηρικόν, 2012

Στο δωμάτιό σου που κάναμε έρωτα
κυριαρχούσε ένα σκούρο, καφέ χρώμα,
από τη μοκέτα, τα έπιπλα, τα σκεπάσματα.
Σχετικά σκοτεινά ήταν, γιατί όταν μπήκα-απομεσήμερο, τέλη Μαΐου-
είχες ήδη κατεβάσει τα ρολά,
και οι κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα
δεν άφηναν κανένα φως.

Σαν σκοτεινή σπηλιά και κρησφύγετο κολασμένων
έμοιαζε το δωμάτιό σου,
σε συνδυασμό με την ηδονή στο κρεβάτι.
Μετά, όταν κατέβηκα στο δρόμο
και περπάτησα αρκετή ώρα,
το δυνατό και διάχυτο φως του Μαΐου,
η πανδαισία των χρωμάτων παντού,
και η ζεστή ατμόσφαιρα
που τόσο ταίριαζε με τη διάθεσή μου.
Ο χρόνος και ο ρυθμός του ποιήματος οφείλει να είναι γρήγορος και στακάτος, για να ανασυντεθεί η δράση, διά μέσου της δύναμης, που επιφυλάσσει αποκλειστικά και μόνον η χρήση του ρήματος.  Έτσι, τα ποιήματα,  αν και  είναι μικρά  σε έκταση, λειτουργούν, επιτυγχάνοντας τη ζητούμενη ισορροπία ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο – τα ενσταντανέ δεν μπορούν να αποδοθούν με μακροσκελείς αναλύσεις, και για το λόγο αυτό απαιτούν ουσιαστικά που καλύπτουν το πράγμα,  δημιουργώντας τα αντικείμενα του σκηνικού· λιγοστά επίθετα που δεν «βαραίνουν», δημιουργώντας συνειρμούς εκτός «κάδρου»· απλά επιρρήματα για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το ρήμα σε μία τόσο σύντομη αφήγηση.

  1. Κίνηση
Οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων κινούνται πρωτίστως (και δευτερευόντως σκέπτονται). Κι εδώ, υπάρχει μία αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα: η ρεαλιστική αφήγηση, η οποία δίνει στιβαρότητα στη φόρμα, λειτουργεί ως κινηματογραφικό κάδρο, που επιτρέπει αυτό που ονομάζουμε στον κινηματογράφο τράβελινγκ: την κίνηση της κάμερας πάνω σε ράγιες, για να παρακολουθήσουμε το αντικείμενο από την οπτική γωνία που κάθε φορά μάς ενδιαφέρει. Δεν είναι εύκολη υπόθεση η παγίωση του χώρου στον οποίο επιθυμούμε να εντάξουμε είτε τη δράση είτε την ιδέα. Πάρα πολλά ποιήματα άλλων δημιουργών είναι κακά, και ένας από τους λόγους είναι ότι ο χώρος στον οποίο στήνονται είτε είναι ανύπαρκτος είτε πλαδαρός με χρήση γενικόλογων σημαινόντων. Ενώ στην Μπακονίκα η παγίωση του χώρου είναι ξεκάθαρη.

Παραδείγματα:

·         Στην παραλία αντί για άμμο/υπάρχει μικρό, λευκό βότσαλο./Πονάει να περπατήσεις πάνω του με γυμνά πόδια/και να ξαπλώσεις χωρίς πετσέτα. (…) Κάποτε κάνει πως μπερδεύεται, /στηριγμένος στην πλάτη σηκώνει τα πόδια στον αέρα/και με δεξιοτεχνία τα φέρνει δίπλα στα δικά μου./Μόλις αγγιζόμαστε στ’ ακροδάχτυλα./Μου αρκεί που σε μία ελάχιστη επιφάνεια μ’ αγγίζει:/μέσα απ’ αυτήν δίνομαι και αποδέχομαι./Αμοιβαία μέσα από τα ακροδάχτυλα επικοινωνούμε. (Ελάχιστη επιφάνεια, από τη συλλογή «Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας», Εντευκτήριο, 2000)
·         Η ψιλόλιγνη κορμοστασιά του/μετακινείται ανάμεσα στα υπαίθρια τραπέζια/για να μιλήσει με φίλους του./ Μέσα στο πλήθος εκείνος δεν την βλέπει./Σαν το κεράκι καίγεται από τον πόθο,/όμως δεν θα πάει κοντά του,/ πριν από ένα χρόνο την παράτησε. (Νύχτα, από τη συλλογή «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων», Σαιξπηρικόν, 2012)
4 . Κατ’ επίφαση «περιγραφή»
Σκηνές και σεκάνς, απλές δηλαδή εικόνες ή πολλαπλές εικόνες που αφηγούνται μία μικρή ιστορία,  θα μπορούσαν να νοηθούν ως μία απλή επιφανειακή ρεαλιστική περιγραφή. Στην ποίηση όμως της Αλεξάνδρας Μπακονίκα λειτουργούν μόνον κατ’ επίφαση σε αυτό το επίπεδο, για να επιτευχθεί, αυτό που άλλωστε είναι και ένα από τα πιο σημαντικά ζητούμενα, η ανατροπή, και μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, με τρόπο αποκαλυπτικό.  Μπορεί να δημιουργεί εντύπωση το πώς μία γυναίκα «τολμά» να μιλά απροκάλυπτα για την ερωτική πράξη, αλλά η αποκάλυψη της γυναικείας σεξουαλικότητας είναι θέμα σχετιζόμενο περισσότερο με φραγμούς κοινωνικούς και στερεοτυπικές απόψεις (οι οποίες αφορούν, τουλάχιστον προς το παρόν, ένα μεγάλο ακόμη μέρος της ελληνικής κοινωνίας). Σε κάποια άλλη χώρα θα θεωρούνταν απολύτως φυσιολογικό. Και είναι!
Τα σημάδια
Από τη συλλογή «Πεδίο πόθου» Μεταίχμιο, 2005

Θαλερός, και με την αλαζονεία
του ακαταμάχητου επάνω του.
Τον παίδεψα μέχρι να πέσω στην αγκαλιά του.

Όταν πρωτοφιληθήκαμε
ακάθεκτος έτριβε το πρόσωπό του
στο δικό μου.
Με γέμισε αμυχές και σημάδια
στα χείλη και στο λαιμό.
Για μέρες μού άναβαν μια φλόγωση τα σημάδια.

Ορμητικά
Από τη συλλογή «Πεδίο πόθου» Μεταίχμιο, 2005

Μια και μοναδική ήταν η ερωτική τους συνεύρεση,
κι όπως έμεναν σε διαφορετική πόλη ο καθένας,
η ζωή και η απόσταση τους χώρισαν.

Πιο πολύ από το πρόσωπο και το χαμόγελό του
την περικυκλώνουν οι εικόνες από τα λάβρα φιλιά του,
κι όταν όρθια τη γύμνωσε
κι ύστερα ορμητικά την ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι
και πριν ακουμπήσει το στήθος του στην πλάτη της,
όχι πολύ δυνατά την μπάτσισε πίσω στους μηρούς
ξεστομίζοντας γλυκόλογα.

  1. Το «γυναικείο»
 Συνεπώς, εκείνο που είναι σημαντικό να δει κανείς είναι το πώς τίθεται η Αλεξάνδρα Μπακονίκα απέναντι στο «γυναικείο» και, κατ’ επέκταση, ποια είναι τα μηνύματα που η ποίησή της φέρει, αντισταθμίζοντας όχι μόνον τις στερεοτυπικές φαλλοκρατικές θέσεις αλλά και προτάσσοντας έναν άλλο διαφορετικό λόγο απέναντι σε μία άλλου τύπου «γυναικεία»  ερωτική ποίηση, η οποία έχει ως κύρια χαρακτηριστικά της μία άνευ προηγουμένου ευθραυστότητα, παθητική θέση, συναισθηματική ρευστότητα, ελάχιστη χρήση των εκλογικευτικών μηχανισμών, και, εν τέλει, τη δημοσιοποίηση ενός ανεπεξέργαστου ή δύσκολα επεξεργάσιμου ψυχικού κόσμου, ο οποίος χρίζει περισσότερο ιατρικής παρά αναγνωστικής παρακολούθησης. Και μόνον τα χαρακτηριστικά αυτά, ανεξαρτήτως της φόρμας που υιοθετείται, κάνουν την ποίηση κακή ή, θα το προχωρούσα περισσότερο, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για ημερολογιακή καταχώριση χωρίς κοινωνική δυναμική. Η επισήμανση αυτή σχετίζεται με το ρόλο (για όσους συμφωνούν ότι υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα) που έχει να διαδραματίσει ο δημιουργός στο κοινωνικό γίγνεσθαι.  Εκείνος που δημοσιεύει οφείλει να ανοίγει δρόμους και όχι να αναπαράγει τους γνωστούς. Οφείλει να αντιπροτείνει, έχοντας αφενός γνώση του ανθρώπινου ψυχισμού,  έχοντάς τον αγαπήσει και αποδεχθεί ακόμη και στην τραγικότερη διάστασή του, αλλά και παίρνοντας, ταυτόχρονα, απόσταση από το βίωμα, επειδή έχει «διδαχθεί»  διά μέσου της πορείας του στα ανθρώπινα. Ούτε ο χλιαρός συναισθηματισμός ούτε η τραχιά λογική μπορούν από μόνα τους να παράγουν τέχνη, απαιτείται εξισορρόπηση. Η ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα  διακρίνεται από  αυτό το προτέρημα. Η υπόθεση και η υπεράσπιση του «γυναικείου» θα μπορούσε να συνοψιστεί στα παρακάτω:
Μία πραγματική γυναίκα :
  1. δεν είναι απλώς αντικείμενο πόθου, αλλά έχει και αντικείμενο πόθου: Εκεί στο πιο όμορφο μπαλκόνι, αγαπημένε μου, /ήσουν και ήμουν η σάρκα που γυαλίζει/και υποβάλλει, η σάρκα που εξευγενίζει/ χαίρεται, και μαθαίνει να πεθαίνει. (Oι θαμώνες στο στέκι, από τη συλλογή «Θείο κορμί», Διαγώνιος, 1994)
  2. είναι διαφορετική από τον άνδρα αλλά την ίδια στιγμή και ισότιμη. Οι επιθυμίες της είναι διαφορετικές αλλά υπαρκτές :  Μα πριν συμβούν όλα αυτά/ήμουν βυθισμένη σε μια απέραντη νωχέλεια,/σε μια απέραντη ηρεμία/που προδιέθετε και προετοίμαζε/μια τέτοια απόλαυση:/μέσα στο εξαίσιο φως/ένας άνδρας να με κοιτάζει. (Το φως του απογεύματος, από τη συλλογή «Το γυμνό ζευγάρι», Διαγώνιος, 1990)
  3. επιθυμεί να την επιθυμούν, και μόνον όταν την επιθυμούν παραδίδεται. Η πραγματική γυναίκα δεν δίνει, δίνεται. Μόλις αγγιζόμαστε στ’ ακροδάχτυλα./Μου αρκεί που σε μία ελάχιστη επιφάνεια μ’ αγγίζει:/μέσα απ’ αυτήν δίνομαι και αποδέχομαι./Αμοιβαία μέσα από τα ακροδάχτυλα επικοινωνούμε. (Ελάχιστη επιφάνεια, από τη συλλογή «Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας», Εντευκτήριο, 2000)
  4. είναι θηλυκή και σαγηνευτική. Γνωρίζει τα παιχνίδια της σαγήνης. Μπαινόβγαινε πολλές φορές /κι επιδειχτικά, σαν να του έλεγε:/ «Θα πεθάνεις από λατρεία για μένα». (To τελευταίο ρούχο, από τη συλλογή «Θείο κορμί», Διαγώνιος, 1994)
  5. αποχωρεί, όταν την απορρίψουν : Σαν το κεράκι καίγεται από τον πόθο,/όμως δεν θα πάει κοντά του,/ πριν από ένα χρόνο την παράτησε. (Νύχτα, από τη συλλογή «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων», Σαιξπηρικόν, 2012)
  6. ανταμείβει τους γενναιόδωρους: κι όπως ξάπλωναν κοντά, την άγγιζε. /Στάθηκε τυχερός με την άμεση/ανταπόκρισή της: Σηκώθηκε και τον οδήγησε/στο απόκρυφο ακρογιάλι. (To τελευταίο ρούχο, από τη συλλογή «Θείο κορμί») Ενάργεια είχαν τα λόγια της:/ «Από ένστικτο και πείρα δύσκολα ενδίδω./Θέλω ο άνδρας να με πολιορκεί επίμονα,/ να παρακαλάει, να χάνει τον εαυτό του για χάρη μου». (Από τη συλλογή «Ηδονή και εξουσία», Mεταίχμιο, 2009)
  7. υπερασπίζεται τη σεξουαλικότητά της το ίδιο καλά με την πνευματικότητα και τη λογική της.  Κι αυτό η Αλεξάνδρα Μπακονίκα το υπηρετεί, κάνοντας ακόμη μιαν ανατροπή, αποδεικνύοντας πως η ερωτική ποίηση μπορεί να έχει αυστηρή δόμηση και πεζολογική μορφή: Χρησιμοποίησαν το κρεβάτι μετά/για να χαλαρώσουν,/να συνέλθουν από τη μανία τους για ηδονή,/να στεγνώσει ο ιδρώτας./Παρέμειναν ξαπλωμένοι ανοίγοντας μια ατέλειωτη συζήτηση/για θέματα που τους ενδιέφεραν. ( Ενδότερος χώρος, από τη συλλογή «Πεδίο πόθου», Μεταίχμιο, 2005) Ντύθηκαν, και αφού της έβαλε κάτι να πιεί,/ άνοιξε και της διάβασε ποίηση του Οράτιου/ απ’ το πρωτότυπο./Της διάβασε γαμήλιους ύμνους./ Ιδιόρρυθμοι λαρυγγισμοί και φθόγγοι/και χυμώδεις λέξεις των λατινικών./Μετά τον έρωτα τελείωσαν με στίχους. (Λατινικά ποιήματα, από τη συλλογή «Θείο κορμί», Διαγώνιος, 1994)
  8. δεν αποδέχεται κοινωνικά ή ηθικά μη αποδεκτές συμπεριφορές:

Στο μπαρ
Από τη συλλογή  «Θείο κορμί», Διαγώνιος 1994

Με την κοπέλα του πήγαιναν
ν’ ακούσουν  έναν περίφημο νέγρο τραγουδιστή
σ’ ένα από τα πολυσύχναστα μπαρ της νεολαίας.
Πριν από την είσοδο την προειδοποίησε:
«Μου αρέσει μια γυναίκα
που ίσως έρθει στην παρέα απόψε.
Με το δέος και την κατάνυξη
που μπαίνει κανείς σε μια εκκλησία
έτσι θα έμπαινα στο σώμα της,
και θα με έτρωγε η αγωνία
να την ευχαριστήσω,
και να φανώ αντάξιος-
ενώ με σένα δεν με νοιάζει,
με σένα κάνω έρωτα αδιάφορα,
όπως μιλάω».
Ήταν μαγευτική η ατμόσφαιρα στο μπαρ,
ο κόσμος είχε ενωθεί με τους ρυθμούς
και τη φωνή του τραγουδιστή.
Η κοπέλα μουδιασμένη καταλάγιαζε
την ταραχή της.

Η ωμότητα του φίλου της
την εμπόδιζε να ενωθεί με οτιδήποτε.
Συνοψίζοντας, η ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, δικαίως διεκδικεί και κερδίζει θέση στα ελληνικά γράμματα για τρεις πάρα πολύ σημαντικούς λόγους: τεχνική, προσωπικό ύφος και κοινωνικό προσανατολισμό.



H Ιφιγένεια Σιαφάκα είναι φιλόλογος-συγγραφέας. Έχει ακολουθήσει σπουδές κλασικής φιλολογίας και έχει ασχοληθεί με το θέατρο και τη γραφιστική. Έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Γρηγόρη». To 2011 κυκλοφόρησε, από τις ίδιες εκδόσεις, το μυθιστόρημά της «Το τραγούδι του λύγκα». Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στο παρελθόν στο περιοδικό «Πανδώρα» και συνεχίζουν να δημοσιεύονται σήμερα σε περιοδικά στο διαδίκτυο.








-----------------------------------------------------------------------------------
Κριτική για «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων» από τον Γ. Ι.Μπαμπασάκη

Λιτά, μα και λυτά, τα ερωτικά της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, καθώς θύει στον ίμερο και, μαζί, καταφεύγει στην περίσκεψη, ξέροντας ωστόσο ότι στο λάθος φωλιάζει η γοητεία, ότι η ασύνετη οδήγηση σε φέρνει στο συναρπαστικό. «Πέρα από τις δυνάμεις μου» τιτλοφορεί το ποίημα και πλουτίζεται έτσι το καθημερινό «κατά δύναμιν», και μπαίνει και στάζει λίγη μαγεία στο εικοσιτετράωρο:   «Φέγγος, αγλάισμα της ψυχής μου. Σ' ερωτεύτηκα,  και το λάγγεμα απύθμενο, ίμερος ολοκληρωτικός.   Πέρα από τις δυνάμεις μου  να λύσω τα δεσμά που με φέρνουν σε σένα.  Μαγικά δεσμά, ισόβια»   (Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων, εκδ. Σαιξπηρικόν, σ. 10).   Πηγή: www.lifo.gr

Δημοσιεύτηκε στο Lifo 20/2/2013


--------------------------------------------------------------------------------

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων

(Σαιξπηρικόν, 2012)
σελ.51


   Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα, για όσους τυχών δεν τη γνωρίζουν, είναι μια από τις σημαντικότερες ποιήτριες της λεγόμενης και ''Σχολής της Θεσσαλονίκης''. Προερχόμενη από τον κύκλο της Διαγωνίου -εκεί άλλωστε εξέδωσε και τις τρεις πρώτες της ποιητικές συλλογές- ακολουθεί μια σταθερή πορεία ποιότητας και ύφους. Από την προηγούμενή της συλλογή, Ηδονή και Εξουσία (Μεταίχμιο, 2005) έχουν μεσολαβήσει τρία χρόνια. Τώρα, επανέρχεται με τη συλλογή Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων , που αριθμεί τριανταεννιά ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, εντασσόμενη στο δυναμικό των εκδόσεων Σαιξπηρικόν της Θεσσαλονίκης, εκδόσεις που όλο και επεκτείνουν την παραγωγή τους προσελκύοντας καταξιωμένους πεζογράφους και ποιητές.

   Επί της συλλογής: νομίζω ότι αυτό που έχει κατακτήσει και κατορθώσει η Αλεξάνδρα Μπακονίκα στο πέρασμα του χρόνου είναι η σταθερότητα και η παγίωση το δικού της, προσωπικού ύφους, ύφος που είναι πλέον εντελώς αναγνωρίσιμο: κυρίαρχο στοιχείο αυτού του στυλ θεωρώ πως αποτελεί η περιγραφικότητα – μια περιγραφικότητα που όσο περνάει ο καιρός και οι συλλογές τείνει όλο και περισσότερο προς τον πεζό λόγο. Και σε αυτή τη συλλογή της, κυρίαρχες θεματικές είναι η γυναικεία ματιά στον έρωτα, με πολύ συχνό επίκεντρο τη σεξουαλικότητα, και η υποκρισία των κοινωνικών σχέσεων. Αν θα μου ζητούσε κάποιος να του εξηγήσω με δυο λόγια τι πράττει η Μπακονίκα στα ποιήματά της θα έλεγα: αλιεύει μικρές στιγμές από τη ζωή, στιγμές που κρύβουν όμως μέσα τους σημαίνοντα ζητήματα. Στην ποιητική, από μεριάς της, ανάπλαση της ''πραγματικότητας'' στο επίκεντρο έρχονται δίχως άλλο οι δυο συνιστώσες του τίτλου: το τραγικό και οι αισθήσεις.

   Προσωπική επιλογή ποιημάτων από τη συγκομιδή της συλλογής: Η ήττα, η επισκέπτρια, Στήνουν καρτέρι, Πέρα ως πέρα, Η Βιτρίνα (καταληκτικό της συλλογής) και το Σούρουπο.

------------------------------------------------------------------------------------

Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων, Θεσσαλονίκη,
Σαιξπηρικόν, 2012, σελίδες 50.

                        και θα ’ρθει μια μέρα που θα κείτεσαι νεκρή
                        χωρίς ποτέ στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν
                        σε κανενός τη μνήμη να ξανάρχεσαι∙
                        βλέπεις εσένα η χάρη δεν σου δόθηκε ποτέ
                        ρόδα της Πιερίας να κόψεις
                                                                        (Σαπφώ / Ελύτης)
            Αιώνες πριν από τον Οράτιο, η Σαπφώ τραγουδά το εφήμερο της ζωής και της νιότης και το αντιπαραθέτει με το αιώνιο, εγγενές χαρακτηριστικό του ποιήματος. Μόνο ο ποιητής ή η ποιήτρια, στους οποίους δόθηκαν τα ρόδα από την πατρίδα των Μουσών, έχουν τη δύναμη να απονείμουν αθανασία. Η ερωτική ποίηση γεννιέται και μαζί της το δώρο της αιωνιότητας, προσφορά του ποιητή στο πρόσωπο που ανταποκρίνεται στον έρωτά του. Δικαίως ο Πλάτων θα ονομάσει τη Σαπφώ δέκατη Μούσα.
            14ος αιώνας. Η Αναγέννηση κάνει τα πρώτα της βήματα. Ο νεαρός Πετράρχης ζει ανέμελα στην Ιταλία και τη Γαλλία, ερωτεύεται αδιάκοπα, ενώ φήμες λένε ότι αφήνει στο διάβα του δύο νόθα παιδιά. Όλα αλλάζουν όταν νιώθει το κάλεσμα της ποίησης, όταν στην εκκλησία της Αβινιόν αντικρίζει τη Λάουρα (Laure), τη δική του Βεατρίκη. Και δεν γεννιέται απλώς ένας μεγάλος έρωτας. Ξαναγεννιέται η μεγάλη ερωτική ποίηση. Τους επόμενους αιώνες η δυτική Ευρώπη γράφει στο ρυθμό του πετραρχισμού, ενισχυμένο από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία. 
            Σε αυτή την πλούσια σε εικόνες και αρχέτυπα ποίηση, το ποιητικό υποκείμενο, συνήθως άνδρας, προσπαθεί να κατακτήσει μια γυναίκα, που γίνεται η Μούσα του και έχει δύο χαρακτηριστικά: την απόλυτη ομορφιά και την αρετή. Ο ποιητής γράφει, και ο ρυθμός του παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα σύμπαν αισθησιακό και συνάμα αισθαντικό, όπου έρωτας και πηγαία συναισθήματα συμβαδίζουν. Δεν έχει σημασία αν το πάθος του προέρχεται από βιώματα ή από τη δύναμη της ίδιας της ποίησης. Ζει και μεγαλουργεί μέσα στους στίχους του, επενδυμένο με τη βαθύτερη αλήθεια της τέχνης. Και όταν σήμερα αποκαλούμε την εποχή μας αντιποιητική, εννοούμε ότι δεν περιέχει πλέον συναίσθημα και μελωδία. Ταυτίζουμε την ποίηση με το λυρισμό.
            Από τις πρώτες της ποιητικές συλλογές, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα αναπλάθει την παράδοση της ερωτικής ποίησης με απόλυτα φυσικό τρόπο. Το γεροδεμένο ανδρικό κορμί γίνεται η αντανάκλαση της Ιδέας της ομορφιάς στα μάτια του ποιητικού υποκειμένου, που είναι μια αισθησιακή γυναίκα. Σε κάποια ποιήματα δίνει το λόγο σε ποιητικό εγώ που είναι άνδρας –η γυναίκα παίρνει τη θέση του αντικειμένου–, αλλά εδώ αναδύεται ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της τέχνης της, η διαλογική μορφή, που βοηθά τον αναγνώστη να φτάσει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και όχι απλώς της γυναικείας. Γι’ αυτό δεν έχει σημασία αν η εξουσία βρίσκεται στα χέρια άνδρα ή γυναίκας. Η υπέρτατη εξουσία, αυτή που απονέμει αθανασία με αντάλλαγμα την ερωτική εύνοια, ανήκει αποκλειστικά σε διακόνους της ποίησης. Όταν, στο ποίημα «Με την πρώτη ευκαιρία», ο άνδρας ξεχνά ότι δεν έχει τη δύναμη να επιβάλει την επιθυμία του γιατί αυτή η εξουσία ανήκει αποκλειστικά στο ποιητικό εγώ, οι απειλές του –«Από τη φθορά του χρόνου δεν γλιτώνεις»– ισοδυναμούν με ανούσια στερεότυπα. Το ποίημα της Μπακονίκα επιστρέφει ευθέως στη Σαπφώ, προσπερνώντας τον Οράτιο.
            Το πρώτο ποίημα της νέας συλλογής, έξοχο παράδειγμα θεατρικής δομής που οδηγεί σε βαθύτερα νοήματα, χωρίζεται σε δύο σκηνές. Στην πρώτη δύο εραστές βρίσκονται στο χώρο του αρσενικού, σεληνιακού ήρωα, με υπόβαθρο μια ποιητική πράξη που ανατρέπει τα αιώνια σύμβολα, άνδρας-ήλιος, γυναίκα-σελήνη. Σκοτεινό το δωμάτιο, καθώς ο άνδρας έχει κατεβάσει τα ρολά πριν από την άφιξή της και δεν υπάρχει ίχνος φωτός. Η λέξη «κολασμένων» εμφανίζεται αναπάντεχα, παραπέμπει μεν στην κόλαση, αλλά συνδηλώνει την απαγορευμένη ηδονή και όχι κάποια κοινωνική ή θεϊκή τιμωρία. Η δεύτερη σκηνή αρχίζει με τη λέξη «μετά» και επομένως τοποθετείται μέσα στο χρόνο, όπως οι πράξεις θεατρικού έργου. Βρισκόμαστε σε φωτεινό δρόμο, με χρώματα και ζεστή ατμόσφαιρα. Το σκοτάδι, αναγκαίο για την ερωτική πράξη, οδήγησε στον ανοιχτό χώρο, η «κόλαση» γέννησε τον παράδεισο. Κάθε λέξη του ποιήματος χτίζει μια κόλαση που δεν τιμωρεί, αλλά παρέχει υλική απόλαυση. Η έννοια της αμαρτίας, της παράβασης ηθικών νόμων, έχει αμετάκλητα εξοστρακιστεί.
            Η ποίηση, όπως η θεατρική σκηνή, απαιτεί «τον απόκρυφο εαυτό σου να εκθέτεις / μέχρις εσχάτων». Και το ποίημα γίνεται σκηνή θεάτρου, με το σκηνικό να αλλάζει διαρκώς: δωμάτιο αλλά και πεζοδρόμιο, κατάστημα αλλά και υπαίθριο μπαρ. Όπως γράφει η ποιήτρια:
                        
                        σε εγρήγορση βρίσκομαι
                        να εντοπίσω, να πετάξω από τους στίχους μου
                        μελοδραματισμούς, ασάφειες και μισές αλήθειες.
                                                                      
            Ήδη από τον 15ο αιώνα ο Villon χρησιμοποιούσε λυρισμό για να περιγράψει τα πιο συνηθισμένα συναισθήματα, σαν να είναι όλα τα ανθρώπινα ξεχωριστά, όπως ήταν μόνο οι μεγάλοι έρωτες για τον Πετράρχη και τους επιγόνους του, μέχρι και το ρομαντισμό. Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα ψάχνει να εξηγήσει την πτώση των αξιών γύρω της, με προσοχή στα μικρά και ασήμαντα της ζωής. Τα μαραμένα κεράσια στην άκρη του πιάτου σηματοδοτούν το περιθώριο, την κοινωνική θέση στην οποία περιορίζει την οικονομική μετανάστρια η αφεντικίνα της. Τα κεράσια βγαίνουν κατ’ ευθείαν από τη ρυτιδωμένη ψυχή της βολεμένης γυναίκας, για να ταπεινώσουν μιαν άλλη γυναίκα κοινωνικά αδύναμη.
            Η μεταφορά σπανίζει, ενώ η μετωνυμία πρωταγωνιστεί στη σκηνή του ποιητικού λόγου, αναδεικνύοντας τις πεζολογικές του δυνατότητες. Η κυρίαρχη θεματική του έρωτα χωρίς συναίσθημα, του αισθησιασμού χωρίς αισθαντικότητα, αποκτά διττή μετωνυμική ισχύ. Απεικονίζει τη μάχη για απελευθέρωση και μαζί την πάλη για κυριαρχία, και τα δύο σε μια παρακμιακή κοινωνία. Και έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι η παρακμή δεν οφείλεται στον ελεύθερο έρωτα, ούτε τον προκαλεί, αλλά στην ανικανοποίητη επιθυμία, όταν αυτή δεν μετουσιώνεται και δεν εξιδανικεύεται, οδηγώντας σε ελευθερία χωρίς σύνορα, σε εξουσία χωρίς ενοχές.
Το Εγώ, είτε είναι ποιητικό είτε προσωπικό, ανάγεται σε μια συλλογική οντότητα που ασκεί υπογείως κριτική στην κοινωνία, με μικρές, συγκεκριμένες αφηγήσεις. Οι τίτλοι των συλλογών ανακοινώνουν κραυγαλέα τη θεματική. Στο τελευταίο βιβλίο, το τραγικό της ζωής μάς σπρώχνει, και στη συνέχεια μας εγκλωβίζει, στο λημέρι των αισθήσεων. Ποιήματα-στιγμιότυπα, γραμμένα με ελλειπτικό λόγο, σχεδόν αποσπασματικά, καλούν τον αναγνώστη να σκεφτεί, να συμμετάσχει, να ολοκληρώσει την κριτική εικόνα.
Απέριττη στα λόγια, η ποίηση ελέγχει τα συναισθήματα. Ωστόσο, όταν η μεταφορά αρνείται να αποχωρήσει, η ευαισθησία την ακολουθεί. Στο ποίημα «Ηλέκτρισε», η τεχνική γίνεται η ουσία της Τέχνης, όταν ο τελευταίος στίχος μάς υποχρεώνει να ξαναδιαβάσουμε το κείμενο. Αρχίζει με την περιγραφή μιας στιγμιαίας, υποθετικής σκέψης με φωνή και εικόνες, για να καταλήξει σε μια διαπίστωση:

            Θα επέστρεφες από ταξίδι.
            Στο τηλέφωνο μου περιέγραψες
το τοπίο που διέσχιζες με το αυτοκίνητο,
τη διαύγεια και τα εξαιρετικά χρώματα της μέρας.
Ο ήχος της φωνής σου
άγγιξε, ηλέκτρισε με έρωτα όλο το σώμα μου.

Ένα ντελίριο.
Εκτυφλωτικός και πανίσχυρος ο έρωτάς μας.

Ολόκληρο το ποίημα προετοιμάζει, αξιοποιεί τον επιλογικό στίχο. Και το αντίστροφο. Με τον τελευταίο στίχο, ακόμη και το «Θα» στην αρχή αναιρείται, αμφισβητείται. Η εικασία ότι ίσως η πληροφορία που της δίνει δεν είναι αληθινή αναδεικνύεται χωρίς σημασία. Ο έρωτας έχει κλέψει τη λάμψη από το φως της ημέρας. Δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο.
            Η θεματική του θανάτου απουσιάζει, ίσως γιατί ο έρωτας κερδίζει το θάνατο σε μια μάχη που διαδραματίστηκε πριν από τη γραφή του ποιήματος, ενώ η θεματική του σαρκικού έρωτα μετατρέπει την κόλαση σε παράδεισο, με πιθανή αναίρεση ή και παρωδία της Πτώσης. Ακόμη και τα πιο αισθησιακά ποιήματα, ομολογουμένως αντι-λυρικά, είναι γραμμένα με αυστηρότητα και οδηγούν υπογείως σε μύθους που έχουν θρέψει την ανθρώπινη ψυχή.
            Ένας κόσμος χωρίς αξίες είναι ένας κόσμος αφημένος στην τύχη του, χωρίς πεπρωμένο. Η ποιήτρια αντιδρά και μας δίνει μια γραφή πυκνή και απέριττη, κυρίως απροσποίητη, και μαζί μια μετωνυμική εικόνα δύο αντιμαχόμενων δυνάμεων: της εξουσίας και της απελευθέρωσης από κάθε εξουσία, κοινωνική, λογοτεχνική. Στα μεγάλα λόγια απαντά με λιτότητα, στις μεγάλες αφηγήσεις με απλά συμβάντα. Ψάχνει να βρει την ανθρωπιά μέσα στον άνθρωπο και όχι στους μύθους που υμνούν το πιθανό μεγαλείο του. Όταν οι δικές της καθημερινές ιστορίες συναντούν αλληγορίες και σύμβολα, τα δαμάζει και τα αποκαλύπτει στις ρεαλιστικές τους διαστάσεις.
Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα γράφει μια ποίηση που, αν αφεθείς στη γοητεία της, θα σε μεταφέρει, με τέχνη και συνέπεια, στα βάθη της δικής σου ψυχής. Γράφει επιπλέον μια σύνθετη ποίηση που συναρπάζει με τη δωρική απλότητά της και την ανυποκρισία της. Μια ποίηση που γράφεται για να ξαναδιαβαστεί.

                                                                                                Ζωή Σαμαρά

------------------------------------------------------------------------------------

Το αρχετυπικό σχήμα της αγκαλιάς – γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη

Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Ο κόσμος απροκάλυπτα, εκδ. Εντευκτήριο, Θεσσαλονίκη 2018.


------------------------------------------------------------------------------------

Vakxikon.gr

Ο κόσμος απροκάλυπτα, της Αλεξάνδρας Μπακονίκα


https://www.vakxikon.gr/o-kosmos-aprokalypta/
------------------------------------------------------------------------------------

Περικλής Σφυρίδης (Περιοδικό Τραμ τευχ.16 Μάιος 1991)
Το μοτίβο γύρο από το οποίο κινείται η ποίηση της Α. Μπακονίκα είναι ο έρωτας. Στην πρώτη ποιητική της συλλογή « Ανοικτή Γραμμή» (1984) ο έρωτας υπάρχει ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα ή σαν επιθυμία, συνήθως ανεκπλήρωτη. Με το νέο της βιβλίο, «Το Γυμνό Ζευγάρι» αναφέρεται στον έρωτα σαν δικαίωμα: Ξεπέρασε τις όποιες ηθικές αναστολές και αποφάσισε να μιλήσει με ανοικτά χαρτιά. Επειδή όμως πρόκειται για γυναίκα το θέμα παίρνει και μια άλλη διάσταση. Αποτελούν την έμπρακτη - ποιητική - απόδειξη της ισότητας των δύο φύλων ως προς το δικαίωμα της συμμετοχής στον έρωτα χωρίς αναστολές και προκαταλήψεις.(………..)

Αλέξης Ζήρας ( Περιοδικό Ρεύματα τευχ.3 Σεπτ.-Οκτ. 1991)
(….)Τα ποιήματα της Μπακονίκα στη συλλογή «Το Γυμνό Ζευγάρι» δεν θα ήταν δύσκολο να τα χαρακτηρίσουμε απαρχής ποιήματα αισθησιακά ως προς όλο το φάσμα της λειτουργίας τους. Και ως προς την κινητήρια ιδέα ή αίσθηση που τα προκάλεσε, και ως προς αυτό που θέλουν να πουν ή και ως προς αυτό που συνδηλώνουν, ρητά ή υπαινικτικά. Και λέω « ρητά ή υπαινικτικά» γιατί παρά το ότι είναι ποιήματα που κυριολεκτούν, αρκετά συχνά η αισθησιακή εντύπωση προέρχεται από την υποβολή προς τον αναγνώστη αυτού που ενδέχεται να συμβεί. Γιατί οι μεγάλοι του είδους γνώριζαν καλά- ο Μπωντλέρ, ας πούμε: η έξαψη της λαγνείας προάγεται περισσότερο αποτελεσματικά με την υποκίνηση της φαντασίας.(….)

Αντώνης Κάλφας (Εφημερίδα Αυγή 13.3.1994)
(….)Εκτός από τον διεκδικητικό έρωτα ένα άλλο χαρακτηριστικό της Μπακονίκα στη συλλογή της «Θείο Κορμί» είναι η οξύτατη κριτική ματιά, η παρατηρητικότητα, η οποία, εκκινώντας από επιφανειακές και πρόχειρες κουβέντες για τον έρωτα, ανατέμνει την κοινωνική υποκρισία, την αμήχανη στάση ( διάβαζε: μικροαστική συμπεριφορά) ή την ψευδοαπελευθέρωση- σε άνδρες και γυναίκες. Ποίηση λιτή , λοιπόν, που μιλά με απλότητα και ειλικρίνεια για πράγματα και ονόματα δικά μας (της μακεδονικής υγρασίας εννοώ) με φινέτσα και κυρίως ανυπόκριτα.

Μάρη Θεοδοσοπούλου (Εφημερίδα Εποχή 26.2.1998)
Στους νεότερους ποιητές που ξεκίνησαν από το περιοδικό «Διαγώνιος» ανήκει η Αλ. Μπακονίκα. Όπως παρατηρεί ο Π. Σφυρίδης, « στα ποιήματά της ο έρωτας καιροφυλακτεί παντού, σε πλατείες, σε φωτεινές καμάρες, σε ταβέρνες, σε γκαλερί, στην εξοχή, ακόμη και μέσα σε ταξί. Αυτό που την διαφοροποιεί από τους βασικούς ποιητές της «Διαγωνίου» είναι η έλλειψη προσήλωσης, ικεσίας και συντριβής. Απεναντίας ο έρωτας προσφέρει την γαλήνη της ψυχής και του σώματος». Στα καινούργια οκτώ ποιήματα της συλλογής «Μαυλιστικά» κυριαρχεί το μαύλισμα του έρωτα μαζί με τη μελαγχολία για τη στέρησή του. Ωστόσο δεν λείπει και μια ειρωνική χροιά.(….)

Γιάννης Κουβαράς (Περιοδικό Εντευκτήριο τευχ.53 Ιαν.-Μαρτ. 2001)
Η Αλ. Μπακονίκα με την «Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας» προσθέτει ένα ακόμη κεφάλαιο στην εν προόδω περί σώματος διατριβή της. Με γλώσσα άμμεση, καθημερινή, προγραμματικά αντιποιητική, που δεν ξέρει από ακκισμούς, συντονισμένη στο μήκος κύματος της ανάλογης, βουβής πλην ευανάγνωστης γλώσσας του ενστίκτου. Έχουμε μια ποιητική του γητεύματος, του «ψωνιστηριού», μια ανατομία των διαπροσωπικών σχέσεων του αρχετυπικού ζεύγους άνδρας- γυναίκα.(….)

Λίντα Καραμπά( Περιοδικό γραφή τευχ.48 Άνοιξη 2001)
Η ποιητική συλλογή της Αλ. Μπακονίκα «Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας», όντως ζωντανή ερωτική προσέγγιση, ως επί το πλείστον με εμμονή στην καθημερινή συναλλαγή, διατηρεί συνειδητά την αίσθηση απογοήτευσης, με παρατηρήσεις σπινθηρίσματα, όταν το θέμα το απαιτεί.(….)

Δημήτρης Κόκορης ( Περιοδικό Αντί τευχ.733 Μάρτιος 2001)
(….)Θα μπορούσαμε υπό τύπον αφορισμού να υποστηρίξουμε ότι ενώ αρκετοί πεζογράφοι αξιοποιούν στη γραφή τους και υλικά της ποίησης, η Μπακονίκα ακολουθώντας μιαν αντίστροφη πορεία, αρύει για την ποίησή της και υλικά από την πεζογραφία, χωρίς να απεμπολείται η ποιητική δύναμη των στίχων της: Τα πιο πολλά ποιήματα κατακτούν την ποιητικότητά τους εδραζόμενα στο βίωμα, στη μνήμη, στην πλήρωση ή στη στέρηση και σε μια σκευή υψηλής θερμοκρασίας. Η ποίηση της Μακονίκα είναι θεματικά ιδιότυπη και γι’ αυτό αναγνωρίσιμη, αυτό δεν είναι λίγο.(….)

Γιώργος Παναγιωτίδης ( Περιοδικό Μανδραγόρας τευχ.26 Σεπτ.-Δεκεμ. 2001)
(…) Η Αλ. Μπακονίκα έχει κερδίσει χάριν της ποίησης τη μεστότητα και την περιεκτικότητα του λόγου καταφέρνοντας να είναι κοντά στην ουσία και μακριά από πλατειασμούς κι επαναλήψεις. Δεν είναι εύκολο να κατορθώνει κανείς να γράψει για ένα θέμα που εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει από την πορνογραφία ως το ρομάντζο των λατινοαμερικάνικων σειρών της τηλεόρασης. Η Αλ. Μπακονίκα είναι βέβαιο ότι κάνει τέχνη.

Νίκος Λάζαρης ( Περιοδικό Νέα Εστία τευχ. 1747 Ιουλ.-Αυγ. 2002)
(…) Η Μπακονίκα ξεκινάει από τη βασική θέση ότι κάθε ερωτική σχέση, και ειδικά αυτή που ταυτίζεται με τον ωμό σαρκικό έρωτα, η απαλλαγμένη από πλατωνικές εξιδανικεύσεις και ρομαντικά νεφελώματα, δεν είναι μια ανέμελη ειρηνική συνθήκη αλλά ένα πεδίο σκληρής, κάποτε ανελέητης μάχης, ένα παιχνίδι ανάμεσα στο αιώνιο αρσενικό και το αιώνιο θηλυκό.(…)

Παναγιώτης Γούτας ( Περιοδικό Εντευκτήριο τευχ.69 Απριλ.-Ιουν. 2005)
(…) Παρότι τεχνικά η Μπακονίκα κινείται στα γνώριμά της μονοπάτια, νομίζω πως στο « Πεδίο Πόθου» κερδίζει στα εξής: Είναι λιγότερο φιλάρεσκη απ’ ό,τι στις πρώτες συλλογές της, το «κόλλημά» με τους άνδρες έχει πλέον σχηματοποιηθεί και σκιαγραφηθεί με μεγαλύτερη ευκρίνεια, ενώ επίσης καταδύεται σε βαθύτερα νερά αναφορικά με τις ερωτικές σχέσεις. Πιστεύω ότι το «Πεδίο Πόθου» περιέχει ουσιαστικά, ώριμα και πολύ μελετημένα στη γραφή ποιήματα.(…)

Φίλιππος Φιλίππου (Εφημερίδα Αυγή 25.10.2005)
(….) Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μπακονίκα «Πεδίο Πόθου» είναι η πέμπτη, κι εδώ παρατηρείται η στενή σχέση της με τον σαρκικό έρωτα, πράγμα που της έχει χαρίσει τον χαρακτηρισμό της ερωτικής ποιήτριας, μια από της πιο ερωτικές της Ελλάδας.(…)

Διονύσης Στεργιούλας (Περιοδικό Οδός Πανός τευχ.141 Ιουλ.-Σεπτ. 2008)
Στο «Πεδίο Πόθου» η Αλ. Μπακονίκα μιλά για τη σχέση έρωτα και εξουσίας μεταξύ των δύο φύλων, ενώ παράλληλα καταγράφει έμμεσα τις απόψεις της για τον εγωκεντρισμό των λογοτεχνών και τη μοναξιά των κατοίκων των μεγαλουπόλεων.(….)

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου ( Εφημερίδα Ελευθεροτυπία ένθετο 7 19.7.2009)
«Ηδονή και εξουσία». Η σκηρή ερωτική σχέση ανάμεσα σ’ ένα άνδρα και μια γυναίκα οι οποίοι διαθέτουν μια ορισμένη ηλικία: ο κρυφός πόλεμος και οι φανερές μάχες, οι επιθέσεις και οι συνευρέσεις, η βία και η τρυφερότητα σε μια σειρά από ποιήματα με τολμηρή γλώσσα και αδρή εικονοποιία.

Γιώργος Κορδομενίδης ( Περιοδικό Εντευκτήριο τευχ.86 Ιουλ.- Σεπτ. 2009)
Και στη νέα συλλογή της Αλ. Μπακονίκα «Ηδονή και εξουσία», ποιήματα για τον έρωτα ως πολεμική σύρραξη ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα. Τρυφερότητα και σκληρότητα συνυπάρχουν σε ένα λόγο που βιαστικά και άστοχα θα τον χαρακτήριζε κανείς «αντιποιητικό», ενώ στην πραγματικότητα- με γλώσσα τολμηρή και αποφασισμένη να μην αποσιωπήσει- ωθεί στα πιο ακραία όριά του τον ποιητικό ρεαλισμό που εισήγαγε ο Χριστιανόπουλος.

Ντίνος Σιώτης (Περιοδικό Poetix τευχ. 2 Χειμώνας 2009-2010)
Φορτισμένη με την υγρασία του έρωτα είναι η συλλογή της Αλ.Μπακονίκα «Ηδονή και Εξουσία» , ενός έρωτα που, άλλοτε κυρίαρχος και λάβρος, άλλοτε επιφυλακτικός και μαζεμένος, άλλοτε ξεδιάντροπος και ασυγκράτητος, κινεί όλα τα νήματα της ύπαρξης, λύνει και δένει.(….) Γοητευτικά, προσγειωμένα ποιήματα πρώτης κλάσης με κάτι από το γοητευτικό χιονόνερο του Θερμαϊκού.

Παναγιώτης Γούτας ( Περιοδικό Ένεκεν τευχ.15 Ιαν.- Μαρτ. 2010)
Τα ποιήματα της συλλογής «Ηδονή και Εξουσία» μπορεί να είναι ερωτικά στην πλειοψηφία τους αλλά όχι στο σύνολό τους. Υπάρχουν ποιήματα με κοινωνική διάσταση, καταγραφή χαρακτήρων ή φευγαλέες σκηνές, εικόνες, βλέμματα, περιστατικά, που αφήνουν ως γεύση μια ξεχωριστή αίσθηση, αφού όλα πρωτίστως στοχεύουν στο συναίσθημα. Κάποια ποιήματα, στα οποία η Μπακονίκα ενσταλάζει τις σωστές δόσεις του κοινωνικού και ερωτικού στοιχείου- ερωτική στέρηση για την ακρίβεια- είναι αληθινά διαμάντια.(….)

ΜΕΛΕΤΕΣ-ΑΡΘΡΑ

Μάριος Μαρκίδης
Γράμμα σε μια ποιήτρια ( Περιοδικό Σημειώσεις τευχ. 38 Φεβρ.1992)
(…..)Δεν πρόκειται να ζητήσω απ’ τον αναγνώστη, που εγκαταλείπει αθρόα τον λυρισμό, να σταθεί στον « ανανεωμένο» λυρισμό του Τάκη Βαρβιτσιώτη- σαν να νοείται ανανέωση μέσα στην γενική εξάτμιση των σημαινόντων και την ποιητική υποθερμία. Θα του ζητήσω μόνο να παραβάλει στον τελευταίο περίπατο του λυρισμού, που δεν ξέρει τι του μαγειρεύει το αύριο, την αντιλυρική επεξεργασία του θέματος της ομορφιάς ( του σώματος, του ποιήματος) από την Αλ. Μπακονίκα- μέρα που χαίρεται τον εαυτό της σε βάρος του μετεωρολογικού δελτίου, τσιγάρο που γράφει στα παλιά του τα παπούτσια την αντικαπνιστική εκστρατεία:

Η ομορφιά θέλει να δείχνεται
δεν αντέχει τα σκεπάσματα.
Ήταν κάτι άλλο οι γοφοί της,
της ταίριαζε το εφαρμοστό παντελόνι.
Λίγο να ζέσταινε η μέρα
έβγαινε χωρίς παλτό,
ούτε μπουφάν δεν έριχνε στους ώμους της.
( «Γυμνό Ζευγάρι» Αλ.Μπακονίκα)

Γιάννης Καρατζόγλου
Το ανδρικό κόλλημα στην ποίηση της Μπακονίκα
(Περιοδικό Εντευκτήριο τευχ.57 Απρ-Ιουν. 2002)
Με την έκδοση της πέμπτης ποιητικής της συλλογής, η Αλ. Μπακονίκα ολοκλήρωσε ένα κύκλο ερωτικής ποίησης, που μας δίνει τη δυνατότητα, πέρα από αποτιμήσεις, να κάνουμε και ορισμένες επισημάνσεις. Μπορούμε για παράδειγμα, να επισημάνουμε πως σε κάθε καινούργια ποιητική συλλογή της βαίνει αύξουσα μια σκληρότητα στον ποιητικό της λόγο, που εκφράζεται με « μάγκικες» συχνά αντιποιητικές εκφράσεις, που όμως αντισταθμίζεται με μια εξίσου προϊούσα τρυφερότητα σε ορισμένα ποιήματα. Η σκληρότητα αυτή απευθύνεται κυρίως (αλλά όχι μόνο) στο ανδρικό φύλο, το οποίο μερικές φορές αντιμετωπίζεται σχεδόν απαξιωτικά. Μια άλλη επισήμανση, που θα μας απασχολήσει εδώ, είναι η συχνή παρουσία στην ποίησή της μιας ερωτικής πρόσκλησης, «κολλήματος» , που μερικές φορές καταλήγει να γίνεται « σεξουαλική παρενόχληση», όπως λέμε στις μέρες μας. Ένα σημαντικό στοιχείο που υπάρχει στη γυναικεία αυτή ποίηση είναι το θέμα του ερωτικού καλέσματος που θα μας απασχολήσει εδώ.(…..)

Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Λογοκρίνοντας την Μπακονίκα
( Περιοδικό Athens Voice τευχ. 110 Φεβρ. 2006)
(…)Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ποιήτρια ονόματι Αλεξάδρα Μπακονίκα, η οποία έχει δημοσιεύσει ως τώρα έξι ποιητικές συλλογές, και η τελευταία της, με τον τίτλο « Πεδίο πόθου», κυκλοφόρησε φέτος από το « Μεταίχμιο». Μιλάμε για μεγάλο εκδοτικό οίκο της Αθήνας, που η παραγωγή του διαφημίζεται και παρουσιάζεται στον ημερήσιο τύπο. Αλλά η Μπακονίκα είχε την ατυχία να γεννηθεί και να ζει στη Θεσσαλονίκη, τα προηγούμενα βιβλία της βγήκαν στη συμπρωτεύουσα, και ασφαλώς δεν είχε την ευκολία να προβληθεί όπως όσοι ζουν εδώ. Έτσι, από το 1984 που κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, επί είκοσι δύο χρόνια τώρα παραμένει μάλλον άγνωστη.
Ας υποθέσουμε ακόμη ότι τα ποιήματά της έχουν καβαφικούς απόηχους, ότι είναι με λίγα λόγια τολμηρά, κι ας μην είναι ομοφυλόφιλα. Απλώς, επειδή τα γράφει γυναίκα, τυχαίνει το αντικείμενο του πόθου της να είναι, όπως και στην περίπτωση του Καβάφη, ο άνδρας. Και εφόσον είναι αρκετά τολμηρά, όχι τόσο ως προς το λεξιλόγιό τους, όσο ως προς το περιεχόμενο, δεν προσφέρονται και πολύ για Κρατικά Βραβεία κι άλλες τιμητικές εκδηλώσεις, στις οποίες μετέχουν με τον ένα ή άλλο τρόπο οι αρχές της χώρας.
Ας υποθέσουμε ότι της ανήκουν στίχοι όπως οι παρακάτω: («Οι στάσεις») «Ταίριαζαν και αγαπιόντουσαν./ Όταν ανέβηκαν στην γκαρσονιέρα του/ ο άνδρας πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων. /Κατέβασε το ρολό στο παράθυρο για να γίνει σκοτάδι/ και έδειξε στη γυναίκα ποιο πορτατίφ να ανάψει / που έδινε αδύναμο, χαμηλό φως./ Στις περιπτύξεις στο κρεβάτι / ήδη ρούχο δεν έμεινε επάνω τους / της υποδείκνυε να γυρίζει πότε μπρούμυτα, / ανάσκελα ή επάνω του / και η γυναίκα γινόταν προκλητική στο έπακρο».
Η λογοκρισία σήμερα δεν εξασκείται όπως παλιά, με επιτροπές και απαγορεύσεις. Η λογοκρισία σήμερα είναι τα βουνά των βιβλίων που κυκλοφορούν και των εντύπων στα οποία παρουσιάζονται. Αυτά καταπλακώνουν και θάβουν και φιμώνουν τις ενδιαφέρουσες φωνές κάτω από τον άμορφο, τερατώδη όγκο τους. Η λογοκρισία σήμερα είναι η κακόφωνη χορωδία από δεκάδες, εκατοντάδες συγγραφείς, οι οποίοι διαγκωνίζονται για τα αλά Γουόρχολ δεκαπέντε λεπτά που τους αναλογούν.
Κι έτσι, ακόμη κι αν όντως υπάρχει μια ποιήτρια ονόματι Αλ. Μπακονίκα, ακόμη κι αν κάποιος σαν εμένα γράφει και δημοσιεύει ένα κείμενο για τη δουλειά της, όπως αυτό που διαβάζεται, η μοίρα της παραμένει προδιαγεγραμμένη. Η λογοκρισία σήμερα είναι η αφάνεια στην οποία σπρώχνονται τόσοι και τόσοι, χωρίς να μπορούν να της εναντιωθούν, χάνοντας την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με τους αναγνώστες, που θα είχαν ίσως ανάγκη τη δουλειά τους.
Το γεγονός ότι, διαβάζοντας τα ποιήματά της Μπακονίκα, ένιωσα την επιθυμία να μιλήσω γι’ αυτά και στους άλλους, αποδεικνύει ότι εγώ τουλάχιστον τα είχα ζωτική ανάγκη.

Γιώργος Κορδομενίδης (Θεσσαλονικέων Πόλις τευχ. 07/30 Δεκ. 2009
Η Αλ. Μπακονίκα αποτελεί μια απολύτως ιδιότυπη ποιητική φωνή ,όχι μόνο στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης αλλά και σε πανελλήνιο επίπεδο. Μια καθαρά προσωπική φωνή, που είναι εντελώς διακριτή και δύσκολα δεν θα την αναγνωρίσει κανείς όταν διαβάσει ένα ποίημά της έστω και δίχως την υπογραφή της.
Σ’ αυτή την, ας την ονομάσω, «αναγνωρισιμότητα» της ποιητικής φωνής της συντελούν δύο βασικά χαρακτηριστικά: Το ένα είναι πως στο επίκεντρο της θεματικής βρίσκεται πάντοτε ο έρωτας, όχι σε κάποια εξιδανικευτική ή γενικότερη αντιμετώπιση αλλά καθαρά και μόνο στη σωματική του έκφραση. Έχουμε λοιπόν μια ποίηση του ερωτικού βιώματος σε όλες του τις εκδοχές: τα παιχνίδια των βλεμμάτων και των σωμάτων, οι εκατέρωθεν ή μονομερείς ναρκισσισμοί, το ερωτικό σμίξιμο με αναμενόμενο ή απροσδόκητο τρόπο, οι παραξενιές των εραστών (υπόψιν ότι η Μπακονίκα δεν χαρίζεται σε κανένα φύλο), οι ποικίλες ματαιώσεις, οι ακατανόητοι χωρισμοί… Ποιήματα ως πολεμική σύρραξη ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα.
Το άλλο χαρακτηριστικό είναι η γλώσσα, γιατί όπως έλεγε κι ο Μαλλαρμέ, «τα ποιήματα δεν γίνονται με ιδέες, γίνονται με λέξεις». Και η γλώσσα της Μπακονίκα είναι εντελώς ρεαλιστική.
«Οι εκφραστικοί τρόποι που η ποιήτρια έχει διαμορφώσει, συγκροτούν ένα ρυθμό εσωτερικό και αισθαντικό, εντελώς απόμακρο από την λογοτεχνική πόζα του εξεζητημένου λυρισμού (….) Σε κάθε ποίημά της έχει ενσαρκώσει με λέξεις μια ιστορία, χωρίς κατά τη διαδικασία αυτή να απεμπολείται η ποιητική δύναμη των στίχων», παρατηρεί ο Δημήτρης Κόκορης.(…)
Η ποίηση της Μπακονίκα δεν μιλά για τον ερωτικό καημό του στερημένου αλλά για τον έρωτα που διεκδικεί την έκφραση και την πραγμάτωσή του- και αυτό το καταφέρνει με τον δικό της, κατακτημένο από συλλογή σε συλλογή και δικαιωμένο πλέον τρόπο.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος ( areadingdiary.wordpress.com/2008/08/25)
(……) « Έχω προδιάθεση στη θλίψη / σαν μελαγχολικό σκοτάδι με διακατέχει», γράφει η Αλ. Μπακονίκα και χρησιμοποιεί τον έρωτα και τον ερωτισμό, ακριβώς για να αντιμετωπίσει την ενδιάθετη αυτή μελαγχολία της. Ταυτόχρονα όμως όσο χρησιμοποιεί την ερωτική ελευθεριότητά της για να τα βγάλει πέρα με τη συχνά μοχθηρή και ανάλγητη ανθρώπινη φύση, άλλο τόσο προβάλλει, με φυσικό τρόπο, και την ελευθεροστομία της, για να ασκήσει ανοικτή ή καλυμμένη, κριτική στις κοινωνικές συμβάσεις και στην υποκρισία του περίγυρού της. Εδώ ακριβώς βρίσκεται, ενδεχομένως, και η δύναμη της γραφής της, στο γεγονός δηλαδή ότι κατορθώνει να δημιουργήσει μια δραστική ποίηση (…)

Διονύσης Στεργιούλας ( out-of-the-walls.blogspot.com Φεβρ. 2010 )
(…..) Η Μπακονίκα εστιάζει την προσοχή της σε προσωπεία των ανθρώπων της πόλης και σε σκοτεινές πλευρές των επιθυμιών τους. (….) Καταγράφει ασυνήθιστες, παράξενες ή και οικείες καταστάσεις, σκέψεις και συμπεριφορές και ψάχνει για αγάπη, τρυφερότητα και πάθος, αλλά συναντά εγωπάθεια, δίψα για δύναμη και εξουσία και ταυτόχρονα αδυναμία και υποταγή, αισθήματα μειονεξίας και μια αδιάκοπη συναλλαγή. Μερικές από τις σύντομες ιστορίες της θυμίζουν τις καλές στιγμές του ιταλικού και γαλλικού κινηματογράφου των δεκαετιών του 1950 και 1960. Η αυθεντικότητα της γραφής και των καταγραφών δίνει στα ποιήματά της ένα ιδιαίτερο χρώμα, που γίνεται τόσο περισσότερο ενδιαφέρον όσο περισσότερο μεγαλώνει η αποστασιοποίησή της από αυτά που γράφει ( αλλά και το αντίθετο).